ἐνδατεῖσθαι

ἐνδατεῖσθαι
ἐνδατέομαι
divide
pres inf mp (attic epic)
ἐνδατέομαι
divide
pres inf mid (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ενδατούμαι — ἐνδατοῡμαι, έομαι (AM) μοιράζω, διανέμω («θείαν δύναμιν ἐνδατεῑσθαι», Ευστ.) αρχ. 1. κατασπαράζω, κατατρώγω 2. (μτφ. κυρίως για όνομα) απαγγέλλω χωριστά για εξύβριση («δὶς τ ἐν τελευτῇ τοὔνομ ἐνδατούμενος καλεῑ» [το όνομα τού Πολυνείκη], Αισχ.) 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”